- πίων
- -ῑov και ανώμαλος τ. θηλ. πίειρα Α1. (κυρίως στον Όμ. και ιδίως για ζώα) παχύς, ευτραφής («ἔθηκ' ὄϊος καὶ πίονος αἰγός», Ομ. Ιλ.)2. (για πρόσ. και ιδίως για άνδρες) σαρκώδης, λιπώδης («καὶ για γαστρώδεις καὶ παχύκνημοι καὶ πίονές εἰσιν ἀσελγῶς», Αριστοφ.)3. (για μαστό) αυτός που παρέχει πολύ γάλα4. (για πρόσ. και για τόπους) αυτός που έχει αφθονία κτημάτων ή πολύτιμων αντικειμένων, πλούσιος («ἑῳ ἐνὶ πίονι νηῷ», Ομ. Ιλ.)5. άφθονος («καὶ ἔκλαυσε κλαυθμῷ πίονι», ΠΔ)6. (για τον άνεμο) γονιμοποιός, ζείδωρος7. (κυρίως ο τ. θηλ. πίειρα) α) (για ξύλο) γεμάτος χυμό, γεμάτος ρετσίνι («φλὸξ αἱματηρά κἀπὸ πιείρας δρυός», Σοφ.)β) (για πόλη) ευτυχής («πιείρας πόλεις μερόπων ἀνθρώπων», Ομ. Ιλ.)8. μτφ. (για το έδαφος) εύφορος, καρπερός, γόνιμος9. φρ. α) «πίων δημός» — παχύ λίπος, παχιά τσίπαβ) «πίονι μέτρῳ» — με αφθονίαγ) «ἐν καταφορᾷ πίονι» — σε βαθύ λήθαργοδ) «πίονα ἔργα» — πλούσια συγκομιδή, σοδειά.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πίων (< *πῑFων) ανάγεται στο θ. της λ. πῖ-αρ και εμφανίζει επίθημα -Fων, ενώ ο τ. τού θηλ. πίειρα (< *πίFειρα) εμφανίζει επίθημα -r-. Η ίδια εναλλαγή τών επιθημάτων με -n- και –r απαντά και στα αρχ. ινδ. pĩvan, θηλ. pīvari (βλ. και λ. πίαρ). Το επίθ. πίων διακρίνεται από το παχύς (βλ. λ. παχύς)].
Dictionary of Greek. 2013.